- ασύμφωνος
- -η, -ο (AM ἀσύμφωνος, -ον, Α και ἀξ-)αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικόςνεοελλ.αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιοναρχ.1. μη αρμονικός, παράφωνος2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.