ασύμφωνος

ασύμφωνος
-η, -ο (AM ἀσύμφωνος, -ον, Α και ἀξ-)
αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικός
νεοελλ.
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον
αρχ.
1. μη αρμονικός, παράφωνος
2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσύμφωνος — not harmonious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύμφωνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί, διάφορος, ανόμοιος, αταίριαστος: Ήμουν ασύμφωνος για το γάμο αυτό, αλλά ο γιος μου δε λογάριασε τη γνώμη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξύμφωνον — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem acc sg (attic) ἀσύμφωνος not harmonious neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμφώνως — ἀσύμφωνος not harmonious adverbial ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύμφωνον — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem acc sg ἀσύμφωνος not harmonious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξυμφωνότεροι — ἀσύμφωνος not harmonious masc nom/voc comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξυμφώνους — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξύμφωνοι — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξύμφωνος — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμφώνοις — ἀσύμφωνος not harmonious masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”